- χρεμψιθέατρος
- χρεμψῐθέᾱτρος, ον,A = ἐν τῷ θεάτρῳ χρεμπτόμενος, Com.Adesp. 1198.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χρεμψιθέατρος — ον, Α αυτός που αποχρέμπτεται μέσα στο θέατρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* (βλ. λ. τέρπω) < χρέμπτομαι + θέατρος (< θέατρον), πρβλ. εγερσι θέατρος] … Dictionary of Greek
χρεμψιθέατρον — χρεμψιθέατρος masc/fem acc sg χρεμψιθέατρος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)